μεσσιανισμός

μεσσιανισμός
ο мессианство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μεσσιανισμός" в других словарях:

  • μεσσιανισμός — ο 1. η πίστη τών Εβραίων στον μελλοντικό ερχομό ενός μεσσία, που θα γινόταν ο σωτήρας τού ιουδαϊκού λαού 2. (κατ επέκτ.) κάθε πίστη σε μελλοντικό ερχομό κάποιου μεσσία 3. πολιτική αντίληψη σύμφωνα με την οποια η εξέλιξη ενός έθνους ή μιας χώρας… …   Dictionary of Greek

  • μεσσιανισμός — ο (λ. εβρ.), η πίστη στη μελλοντική έλευση ενός μεσσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεσσίας — Λέξη που προήλθε από την εβραϊκή μασιάχ (Masiah=κεχρισμένος) και δηλώνει στην Παλαιά Διαθήκη εκείνον, ο οποίος μέσω του ορατού σημείου της χρίσης, πληρούται με το πνεύμα του Θεού. Στη συνέχεια ο όρος υποδήλωνε τον μέλλοντα σωτήρα του Ισραήλ, τον… …   Dictionary of Greek

  • μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… …   Dictionary of Greek

  • κομουνισμός — Θεωρία που υποστηρίζει την αντίληψη της κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής και των καταναλωτικών αγαθών, ξεκινώντας από την προϋπόθεση της θεμελιώδους ανθρώπινης ισότητας η οποία, υπό ορισμένες ιστορικές συνθήκες, οργανώνεται σε ένα πρόγραμμα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»